ἑστιάτορι

ἑστιάτορι
ἑστιά̱τορι , ἑστιάτωρ
one who gives a banquet
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προδίδωμι — ΜΑ 1. (κυρίως για χρήματα) δίνω εκ τών προτέρων, προπληρώνω («προδίδου τῶν χρημάτων εἰς τὸ μηδὲν ἐλλείπειν», Ξεν.) 2. απονέμω, παρέχω προηγουμένως («τῶν προδεδομένων τιμῶν», επιγρ.) 3. παραδίδω κάτι σε κάποιον προηγουμένως («τῶ ἐστιάτορι...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”